- αγριμαίος
- ἀγριμαῑος, -α, -ον (Α) [ἄγρα]1. ο άγριος, σε αντίθεση προς τον ήμερο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγριμαῑονσάρκα άγριων ζώων, το θήραμα, το κυνήγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγριμαίων — ἀγριμαῖος wild fem gen pl ἀγριμαῖος wild masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγριμαίοις — ἀγριμαῖος wild masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγριος — Εκείνος που ζει στα χωράφια και γενικά σε απομονωμένες περιοχές, ο απολίτιστος, αυτός που δεν έχει εξημερωθεί. Ο χαρακτηρισμός ά. συνηθίζεται κυρίως προκειμένου να επισημανθούν οι κάτοικοι ορισμένων περιοχών της Αφρικής και της Πολυνησίας, που… … Dictionary of Greek
αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… … Dictionary of Greek
κλεψίμι — το το πράγμα που προέρχεται από κλεψιά, κλοπιμαίο, κλεψιμαίικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κλεψιμαῖος (πρβλ. αγρίμι < αγριμαίος)] … Dictionary of Greek